- ὑποπιθηκίζω
- ὑποπῐθηκίζω,A play the ape a little,
ὑπό τι μικρὸν ἐπιθήκισα Ar.V. 1290
; cf. πιθηκίζω.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπό τι μικρὸν ἐπιθήκισα Ar.V. 1290
; cf. πιθηκίζω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποπιθηκίζω — Α [πιθηκίζω] πιθηκίζω σε μικρό βαθμό … Dictionary of Greek